τσιτσίδι

τσιτσίδι
επιρ. τροπ., χωρίς κανένα ρούχο: Έγδυσε το παιδί τσιτσίδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσιτσίδι — Ν επίρρ. 1. χωρίς κανένα ρούχο, εντελώς γυμνός 2. ως επίθ. τσίτσιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιτσί + υποκορ. κατάλ. ίδι (πρβλ. μουσκ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • τσίτσιδος — η, ο, Ν [τσιτσίδι] ολόγυμνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”